οἰκοδομίας

οἰκοδομίας
οἰκοδομίᾱς , οἰκοδομία
building
fem acc pl
οἰκοδομίᾱς , οἰκοδομία
building
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • HAZAEL — Rex Szriae Damscenae IV. Ben adado I. successit, ut diximus in voce Asael. Qui ambo divinis honoribus a Syris culti, tum ob aliam beneficentiam, tum διὰ τῶ ναῶν τὰς οἰκοδομιὰς, οἷς ἐκόσμηϚαν τὴν τῶ Δάμασκηνῶν τόλιν. Πομπεύουσι δ᾿ αύτοὶ καθ᾿… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μεταπράσις — μεταπράσις, εως, ἡ (Α) [μεταπιπράσκω] η μεταπώληση («τὰς οἰκοδομίας, ἅς ἀδιαλείπτους ποιοῡσιν αἱ συμπτώσεις καὶ ἐμπρήσεις καὶ μεταπράσεις», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • όρυξη — η (Α ὄρυξις) [ορύσσω] η ενέργεια τού ορύσσω, εξόρυξη, εκσκαφή, σκάψιμο («καὶ τάφρων ὀρύξεις καὶ τειχῶν οἰκοδομίας», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”